δραχμίον

δραχμίον
δραχμ-ίον, τό, Dim. of δραχμή, Aristeas 5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δράμι — και δράμιο, το (Μ δράμιον) 1. μονάδα βάρους ίση με το ένα τεσσαρακοστό τής οκάς το δράμι αντιστοιχεί σε 3,203 γραμμάρια 2. ελάχιστη ποσότητα («δεν έχει δράμι μυαλό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) dirhem < ελλ. *δράχμιον, υποκορ. τού δραχμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”